- συναρτώ
- συναρτῶ, -άω, ΝΜΑσυνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τουςνεοελλ.1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ2. παθ. συναρτώμαια) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτιβ) εξαρτώμαι από κάτιαρχ.1. έχω το ίδιο φρόνημα, συμφωνώ2. παθ. α) συνδέομαι πολύ στενά με κάτι, έχω συναρμογή («ἡ ἄνω γνάθος... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)β) εμπλέκομαι με κάποιον ή κάτι («τόδε συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)γ) γραμμ. συντάσσομαι με κάτι3. φρ. α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο εναντίον κάποιου (Πλούτ.)β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — υφίσταμαι διώξεις και εξορίες (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.